-
1 ἀμφι-κοναβέω
ἀμφι-κοναβέω, Hom. Od. 17, 541 Τηλέμαχος δὲ μέγ' ἔπταρεν, ἀμφὶ δὲ δῶμα σμερδαλέον κονάβησε, es hallte von allen Wänden wider, v. l. Scholl. κανάχησε.
-
2 πταίρω
πταίρω, Hippiatr.38 (A v.l. πτέρεται, v. πτέρομαι), also [full] πτείρω, Hdn. Gr.1.191 codd. ([tense] pres. in use in early writers [full] πτάρνυμαι, Hp.Morb.2.54, X.An.3.2.9, Philem.100.4, Arist.Pr. 962b8 (also πτάρνεται Gloss.), [tense] impf.ἐπταρνύμην Diog.Ep.35.3
): [tense] aor. 2ἔπτᾰρον Od.17.541
, etc.: rarely [tense] aor. 1, part. (s.v.l.):—[voice] Pass., v. sub fin.:— sneeze, μέγ' ἔπταρεν he sneezed aloud, Od. l.c. (taken for a good omen, cf. Ar.Ra. 647, etc.); but also as a bad omen,λυπούμεθ' ἂν πτάρῃ τις Men.534.9
;ἔπταρον εἰς ἀνέμους AP11.375
(Maced.); οὐδὲ λέγει Ζεῦ σῶσον, ἐὰν πτάρῃ ib. 268;ἀναλαβὼν τοιοῦτόν τι, οἵῳ κνήσαις ἂν τὴν ῥῖνα, πτάρε Pl.Smp. 185e
: metaph. of a lamp, sputter, AP6.333 (Marc. Arg.):—also in [tense] aor. [voice] Pass., part.πταρείς Hp.Epid. 5.14
, Arist.Pr. 887b35.
См. также в других словарях:
πτάρνυμαι — και πταίρνω και πτείρω και πτέρομαι ΜΑ, και πτέρνομαι Α μσν. μτφ. (για λύχνο) εκβάλλω, τινάζω σπίθες βίαια ή εκρηκτικά αρχ. φτερνίζομαι («Τηλέμαχος δὲ μέγ ἔπταρεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτάρ νυ μαι με συνεσταλμένο ριζικό φωνηεντισμό και… … Dictionary of Greek